- ἀνέτεινε
- ἀνατείνωlift upaor ind act 3rd sgἀνατείνωlift upimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψιφαής — ές, Α αυτός που φαίνεται από μακριά, ψηλός, μεγάλος («πατὴρ δ ἐπὶ οἱ Διομήδης λάϊνον ὑψιφαῆ τόνδ ἀνέτεινε τάφον», Διόδ. Ζων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φαής (< φάος), πρβλ. ἀρτι φαής … Dictionary of Greek